-
1 φονή
φονή, ἡ (ΦΈΝΩ), Mord, Ermordung; oft im plur., ἀσπαίρειν ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν Il. 10, 521; μαχήσασϑαι βοὸς ἀμφὶ φονῇσιν 15, 633; τιϑέναι τινὰ ἐν φοναῖς, = φονεύειν, morden, Pind. P. 11, 37; τὸν ἐν φοναῖς καλῶς πεσόντα Aesch. Ag. 435, wie Soph. Ant. 692; ἐν φονῇσιν εἶναι, im Morden begriffen sein, Her. 9, 76; σπᾶν φοναῖς Soph. Ant. 990, in Mord u. Blut herumzerren; ἄπεστιν ἐν φοναῖς ϑηροκτόνοις Eur. Hel. 153, er ist abwesend bei Wild tödtendem Morde, d. i. er ist auf der Jagd; μαστὸς ἐν φοναῖς, die Brust mit Blut und Wunden bedeckt, El. 1207. – Auch der Mordplatz, die Wahlstatt, s. Böckh explic. Pind. P. 11, 1-37.
-
2 φονή
φονή, ἡ, Mord, Ermordung; τιϑέναι τινὰ ἐν φοναῖς, = φονεύειν, morden; ἐν φονῇσιν εἶναι, im Morden begriffen sein; σπᾶν φοναῖς, in Mord u. Blut herumzerren; ἄπεστιν ἐν φοναῖς ϑηροκτόνοις, er ist abwesend bei Wild tötendem Morde, = er ist auf der Jagd; μαστὸς ἐν φοναῖς, die Brust mit Blut und Wunden bedeckt. Auch der Mordplatz, die Wahlstatt
См. также в других словарях:
φονή — ἡ, Α (ποιητ. τ.) συν. στον πληθ. 1. σφαγή, φόνος, φονικό, μακελλειό (α. «τόν δ ἐν φοναῑς καλῶς πεσόντα», Αισχύλ. β. «ἄνδρας ἀσπαίροντας ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσιν», Ομ. Ιλ.) 2. τόπος σφαγής, θέση σκοτωμού, πεδίο μάχης 3. σπαραγμένο ζώο, αιμόφυρτο πτώμα … Dictionary of Greek